- γνήσιος
- -α, -ο (AM γνήσιος, -α, -ον)1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο2. (για γένος, γενιά) ανόθευτος, αγνός3. (για αδέλφια) που είναι από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα4. αληθινός, πραγματικός5. ανόθευτος6. το ουδ. ως ουσ. γνήσιο, το (AM γνήσιον)η γνησιότητα («το γνήσιο τής υπογραφής»)μσν.- νεοελλ.νόμιμος, σύμφωνος με τον νόμο ή το Κανονικό Δίκαιοαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ γνήσιοςο φίλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *γνητός «γεννημένος», «ευγενής στην καταγωγή» (πρβλ. αρχ. ινδ. jātya) < IE gn- e∂1- τού ρ. γίγνομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.